ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟΝ

Τον Φεβρουάριον του 1822 ο Μέγας Διδάσκαλος του Γένους, αοίδιμος Αδαμάντιος Κοραής, προς όν ουδείς εκ των διανοουμένων Ελλήνων δημοτικιστών της σήμερον δύναται να συγκριθεί, απεφάνθη, περί της γλώσσης ήν ώφειλε να αποκτήσει η ελευθερωθείσα Ελλάς, ούτω:

«Το να επανέλθωμεν εις την Αρχαίαν γλώσσαν, όσον και αν το θέλωμεν, είναι αδύνατον. Είναι όμως δυνατόν η βαρβαρωθείσα διευθαρμένη και χυδαία γλώσσα των ελευθερωθέντων Ελλήνων να καλλοπισθεί. Προς τούτο οι λόγιοι του Έθνους οφείλουν να εκλέξουν την μέσην οδόν. Το κοινόν ιδίωμα (η Καθαρεύουσα) δεν είναι αξιοκαταφρόνητον, ως πρεσβεύουν οι μωροί».

Ούτως απεφάνθη περί της γλώσσης, ήν ώφειλε να αποκτήσει η μετεπαναστατική Ελλάς, ο σοφώτατος και γλωσσομαθέστατος αείμνηστος Αδαμάντιος Κοραής, δι’ ό επέσυρε την μήνιν των Αρχαϊστών, ούς απεκάλεσε μωρούς.

Μετ’ ού πολύ όμως, παρεδέχθησαν πάντες την συμβουλήν του ως σοφωτάτην και υπό την εμπνευσμένην καθοδήγησίν του, η Καθαρεύουσα καθιερώθη επίσημος γλώσσα του Ελληνικού Έθνους.

«…. Ουδείς συνειδητός, καλής πίστεως και λογικός ‘Έλλην αρνείται ότι χάρις εις τον από του 1750 και πρότερον, καταβαλλόμενον υπό της Αρχαϊζούσης αρχικώς και της Καθαρευούσης κατόπιν μόχθον, διελύθη το σκότος της αμαθείας, ήτοι το σύμφυρμα των αναριθμήτων διαλέκτων της αγραμματοσύνης, προς δε και ότι χάρις εις την λογίαν Καθαρεύουσαν επιτυγχάνεται η οσημέραι αφομοίωσις των διαλέκτων, ήτις αφομοίωσις, εξελισσομένη, θα διαμορφωθεί ταχέως εις ενιαίαν καθομιλουμένην Καθαρεύουσαν.

Εις την λογίαν Καθαρεύουσαν ηγόρευσαν πάντες οι πολιτικοί άνδρες της Ελλάδος, οι πλείστοι των οποίων κατέλιπον περισπούδαστα συγγράμματα, τα οποία οι πολέμιοι της Καθαρευούσης, δεν ησθάνθησαν, δυστυχώς, υπόχρεοι να μελετήσουν προτού αποδυθούν εις τον αδυσώπητον εναντίον της λογίας των γλώσσης ανίερον αγώνα».

Πολλές εκατοντάδες ονομάτων Ελλήνων διανοουμένων και πολιτικών, οι οποίοι εχρησιμοποίησαν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την Καθαρεύουσαν, αναφέρονται εις τας σελίδας του παρόντος βιβλίου.

Λεωνίδας Ν. Γεροντούδης
Εν Αθήναις, 1972

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Γεννημένος στο νησί της Λήμνου, από τα παιδικά μου χρόνια ήμουν μαγεμένος από το ωραίο τοπίο, τα χιλιόμετρα από χρυσές αμμουδιές, τις χαϊδεμένες από τα πεντακάθαρα νερά της θάλασσας και τον λαμπερό και καταγάλανο ουρανό.

 Η ομορφιά του νησιού γέννησε μέσα μου την επιθυμία να προσπαθήσω να μάθω οτιδήποτε σχετικό με την ιστορία και του κατοίκους του.

 Ο πατέρας μου, Λεωνίδας Ν. Γεροντούδης, (εκδότης εφημερίδας, συνταξιούχος τώρα πια, ιστορικός και λόγιος) εξέδωσε το πρωτότυπο βιβλίο  «Η Νήσος Λήμνος», στην Ελληνική, το 1971. Είχε αρχίσει την έρευνα και τη συλλογή πληροφοριών για το βιβλίο του το 1920.

 Το 1981, οι γονείς μου μας επισκέφθηκαν στο Johannesburg, της Νοτίου Αφρικής. Λίγο πριν αναχωρήσουν για την Ελλάδα, ο πατέρας μου με παρακάλεσε να προσπαθήσω να κάνω μια περίληψη της ιστορίας του νησιού από το βιβλίο του και αφού το μεταφράσω στην Αγγλική, να το εκδώσω κυρίως προς χρήση των Λημνίων του εξωτερικού και των αλλοδαπών που επισκέπτονται τη Λήμνο.

 Αν και εγνώριζα ότι ο πατέρας μου είχε ερευνήσει το θέμα με μεγάλη προσοχή επί πενήντα σχεδόν χρόνια, πριν εκδώσει το βιβλίο του, κατάλαβα ότι ο κάθε ιστορικός εκλέγει τα ιστορικά γεγονότα που εκείνος νομίζει ότι είναι πιο αξιοσημείωτα από την ύλη που έχει στη διάθεσή του.

 Η εκλογή του μπορεί να μη συμπέσει εντελώς με την εκλογή άλλων ιστορικών. Ενδέχεται η εκλογή του να διαφέρει από ιστορίες που γράφηκαν σε προηγούμενες γενεές, από ιστορικούς που είδαν τα πράγματα από διαφορετική πλευρά. Επίσης η εκλογή μπορεί να αλλάζει κάθε φορά που καινούρια ύλη βλέπει το φως της δημοσιότητας .

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η νέα επιστήμη της αρχαιολογίας, αν και ακόμη βρίσκεται στα αρχικά στάδια, έχει κάνει μια σειρά δραματικών ανακαλύψεων, χρησιμοποιώντας νέες τεχνικές μεθόδους.

Η ιστορία μας παρέχει γνώση και πείρα και μας βοηθάει να εννοήσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους επομένως έχει σχέση με το δικό μας παρόν και μέλλον.

Για τους ανωτέρους λόγους, και από μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον για το νησί και τους κατοίκους της Λήμνου, αποφάσισα, πριν από την έκδοση της μετάφρασης της περίληψης της ιστορίας της Λήμνου από το βιβλίο του πατέρα μου, να προβώ και ο ίδιος σε έρευνα, ώστε να μην παραλείψω τυχόν νέα στοιχεία ή ιστορικά γεγονότα.

Αμέσως μόλις άρχισα την έρευνα, η διαπίστωση ότι, όσο κανείς διαβάζει και ασχολείται με την Ελληνική μυθολογία, ιστορία, φιλολογία, θέατρο, φιλοσοφία και άλλα μορφωτικά και πολιτιστικά θέματα, τόσο θέλει να διαβάζει περισσότερο, με ενθάρρυνε να συνεχίσω.

Η μεγαλύτερη δυσκολία που συνάντησα κατά τη διάρκεια της έρευνας για το βιβλίο τούτο, ήταν να ξεχωρίσω τα ιστορικά γεγονότα από τους μύθους. Για το λόγο αυτό, το κεφάλαιο με τίτλο «Μυθολογία και Προϊστορία» έχει γραφεί με βάση το «Μια φορά κι έναν καιρό…», δηλαδή ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να κρίνει και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο καθηγητής Michael Grand, χωρίς να είναι Έλληνας, με παρακίνησε να ερευνήσω και να γράψω αυτό το βιβλίο. Στο βιβλίο του «Ανθολογία Ελληνικής Φιλολογίας» γράφει :

 

«Εάν θέλουμε να δούμε τους εαυτούς μας από μια άλλη πλευρά, να εννοήσουμε τις δύσκολες περιστάσεις που μας παρουσιάζονται και τις πιθανότητες εξεύρεσης λύσεων, τότε πρέπει να προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με κάποια άλλη διαφορετική κοινωνία, κατά προτίμηση από τελείως διαφορετική εποχή και τόπο. Μόνο τότε θα μπορέσουμε να οπλίσουμε τους εαυτούς μας με αρκετή αντικειμενικότητα, ώστε να αντιμετωπίσουμε τα δικά μας προβλήματα και τις απαιτήσεις της σημερινής κοινωνίας.

 Οι Αρχαίοι Έλληνες αποτελούν ιδανικό στόχο για μια τέτοια σύγκριση και υπάρχει το πλεονέκτημα ότι αυτά που έγραψαν είναι πάρα πολύ διασκεδαστικά…

 Μόνο σαρανταπέντε θεατρικά έργα έχουν σωθεί από χιλιάδες, μόνο έξι έπη από εικοσάδες…ακόμα και αυτό το μικρό ποσοστό από το σύνολο που γράφτηκαν, αποτελεί την μεγαλύτερη ποσότητα υπέροχης ποικίλης ύλης που οποιαδήποτε φιλολογία παρουσίασε ποτέ ανά τον κόσμον…Οι δυόμιση χιλιετηρίδες που μεσολάβησαν δεν προξένησαν καμιά διαφορά στη σπουδαιότητα αυτής της συνεισφοράς…

Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τις ημέρες της Αρχαίας Ελλάδας, μάλλον δυνάμωσε παρά αδυνάτισε την επίδραση που οι συγγραφείς της εξασκούν στο δικό μας τρόπο σκέψεως…είναι πάντα ευχάριστο να σε ενθαρρύνουν, να σε παρακινούν και να σε ενθουσιάζουν και υπεράνω όλων αυτό είναι που κάποιος αποκομίζει από τους Έλληνες…

Το μήνυμα είναι ότι τίποτα δεν θα επιτύχει αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα επίπονα μέτρα, ώστε να είμαστε σίγουροι ότι θα επιτύχει…Από πάρα πολλά φιλολογικά έργα πηγάζει το επί πλέον μήνυμα ότι αυτά τα μέτρα είναι δυνατόν να ληφθούν.

 Τα ανθρώπινα όντα είναι ικανά να λάβουν τα μέτρα αυτά και υπεράνω όλων, οι Έλληνες ήταν ικανοί να λάβουν αυτά τα μέτρα και το γνώριζαν…Οι Έλληνες ξεπέρασαν τους άλλους λαούς με την πεποίθηση ότι ο άνδρας ή η γυναίκα μπορεί να αναδειχθεί και να φθάσει σε μεγάλα ύψη, ώστε να προοδεύσει σε οποιαδήποτε περίσταση, και να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κατάσταση με ανωτερότητα και επιτυχία…Η φιλολογία τους είναι μοναδική, όσον αφορά τον Δυτικό κόσμο, διότι ήλθε πρώτη».

 

Ελπίζω ότι οι αναγνώστες θα αισθανθούν την ίδια ικανοποίηση από την ανάγνωση του βιβλίου, που αισθάνθηκα εγώ από την έρευνα και τη συγγραφή του.

Χριστόφορος Λ. Γεροντούδης, 

Johannesburg, Απρίλιος 1990